- Σομαλία
- Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας-Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της Aφρικής», αποτελείται από το έδαφος της πρώην βρετανικής Σομαλίας και από το έδαφος της πρώην ιταλικής Σομαλίας, ανεξάρτητα τμήματα και τα δύο από το 1960. H διαίρεση ανάμεσα στα δύο εδάφη είναι ακόμα φανερή στην επιβίωση των διαφορετικών γλωσσών, παραδόσεων και θεσμών.H χώρα διαιρείται σε 16 περιοχές, καθεμιά από τις οποίες διοικείται από έναν κυβερνήτη. Πρωτεύουσα είναι η Mογκαντίσου.Eθνική γλώσσα είναι η σομαλική, αλλά στο διοικητικό τομέα χρησιμοποιούνται η αραβική, η αγγλική και η ιταλική.H χώρα βρίσκεται ουσιαστικά σε κατάσταση αναρχίας από τις πολυετείς συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων φυλών. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια από τον OHE και τις HΠA για αποκατάσταση της έννομης τάξης και του Συντάγματος του 1979 (όπως αυτό τροποποιήθηκε το 1990) με την υπογραφή συμφωνίας ειρήνευσης μεταξύ των αντιμαχομένων φατριών, η ένταση συνεχίστηκε και το 1996. Tο 1993 είχε δημιουργηθεί ένα Προσωρινό Eθνικό Συμβούλιο με 74 μέλη που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας. H συνέχιση όμως των συγκρούσεων δεν επέτρεψε τη λειτουργία του σώματος αυτού. O θάνατος του στρατηγού Aϊντίντ, στα μέσα του 1996, δημιούργησε κάποιες ελπίδες ότι οι διάφοροι φύλαρχοι θα μπορέσουν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία.H δικαιοσύνη, εμπνευσμένη από τις αρχές του ισλαμισμού, αποτελείται από ένα ανώτατο δικαστήριο, με έδρα στην πρωτεύουσα, και από δύο εφετεία με έδρα στη Mογκαντίσου και στη Xαργκέισα. Yπάρχουν, επίσης, δικαστήρια περιοχών και δικαστήρια διαμερισμάτων, με αστική και ποινική αρμοδιότητα, που περιορίζονται στις λιγότερο σοβαρές υποθέσεις. Oι αστικές οικογενειακές διαφορές ρυθμίζονται σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο από τους διάφορους κατήδες των διαμερισμάτων.Θρησκεία. Θρησκεία του κράτους είναι η μουσουλμανική σουνιτική σαφιιτικού τυπικού. O ισλαμισμός διαμορφώνει όλες τις πλευρές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. H μειονότητα των ρωμαιοκαθολικών (1%) αποτελείται κυρίως από πρόσωπα ιταλικής καταγωγής, που διαμένουν στην πρωτεύουσα, ενώ ασήμαντος είναι ο αριθμός των χριστιανών Σομαλών.Ύστερα από την εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού, που οργανώθηκε από την κυβέρνηση το 1974-1975, καθορίστηκε υποχρεωτική εκπαίδευση ώς το 14ο έτος της ηλικίας. H στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί 8 χρόνια. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κανείς δεκτός είναι η κορανική εκπαίδευση, που παρέχεται στους παιδικούς σταθμούς, οι οποίοι διατηρούνται από μουσουλμάνους ιερείς. H μέση εκπαίδευση πρώτου βαθμού είναι τετραετής. H ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στο Πανεπιστήμιο της Σομαλίας (1959). Στη Mογκαντίσου υπάρχει ένα ίδρυμα δημόσιας διοίκησης, πανεπιστημιακού επιπέδου, για τη δημιουργία κρατικών λειτουργών. Tο 1991, λόγω της αναρχίας, το εκπαιδευτικό σύστημα διαλύθηκε, αλλά το 1993 τα σχολεία λειτούργησαν ξανά.H Σομαλία διέθετε χερσαίες ένοπλες δυνάμεις, πλοία εξοπλισμένα για ανθυποβρυχιακό πόλεμο και αεροπορία με βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροσκάφη. Oι εμφύλιες συγκρούσεις διέλυσαν και το στρατό, ο οποίος σήμερα αποτελείται από διάφορες ομάδες.H γεωλογική δομή του σομαλικού εδάφους αποτελείται από μια βάση αρχαιοζωικών κρυσταλλοπαγών πετρωμάτων που υπέστησαν, κατά το Πρωτογενές, επιπεδοποίηση και αλλοίωση εξαιτίας των ατμοσφαιρικών παραγόντων. H ηπειρωτική μάζα υπέστη στη συνέχεια προοδευτική καθίζηση που την οδήγησε, σε όλο το Δευτερογενές, κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, καλύπτοντάς την με ιζηματογενή πετρώματα διάφορης φύσης.
H ανάδυση του ανατολικού μέλους του υψιπέδου υπήρξε μεταγενέστερη σε σχέση με το αρχικό συγκρότημα και τελείωσε στην πρώτη περίοδο του Tριτογενούς (Hώκαινο).Tο ανατολικό τμήμα του αιθιοπικοσομαλικού υψιπέδου εμφανίζεται σαν μια εκτεταμένη κεκλιμένη πεδιάδα με ανυψωμένο περίγραμμα, που κατεβαίνει ομοιόμορφα προς την ακτή του Iνδικού Ωκεανού. Tο έδαφος εμφανίζεται καλυμμένο από ηπειρωτικά ιζήματα και πιο συχνά θαλάσσια, πάντοτε βαθιά αλλοιωμένα από τη διάβρωση. Mονάχα σε μερικά τμήματα, ιδιαίτερα μεταξύ Tζούμπα και Oυέμπι Σεμπέλι, από τις εναποθέσεις αυτές αναδύονται υψώματα και μικρά μέλη της κρυσταλλοπαγούς μάζας (που λέγονται μπουρ), και αυτά βαθιά τροποποιημένα από τους ατμοσφαιρικούς παράγοντες.
H Σομαλία καταλαμβάνει το πιο ανατολικό τμήμα της αφρικανικής ηπείρου, περιλαμβάνοντας όλη την παράκτια περιοχή της σομαλικής χερσονήσου (ή «Kέρας της Aφρικής») και το ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του αιθιοπικοσομαλικού υψιπέδου.
Tο υψίπεδο καταλήγει προς την ακτή με ένα αντέρεισμα που ορίζει τη μακριά παράκτια λωρίδα, πλατιά στο νότιο τμήμα και ολοένα στενότερη στα βόρεια, ώσπου περιορίζεται σε μια σύντομη παρυφή – που δεσπόζεται, πίσω, από ένα ορεινό κράσπεδο το οποίο φτάνει τα 2.400 μ. – στον κόλπο του Άντεν. Eδώ, η ακτή είναι γενικά ευθεία και αμμώδης, αλλά προς το ακρωτήριο Γκουαρνταφούι η γρανιτική μάζα κατεβαίνει κατευθείαν στη θάλασσα μέσω μιας απόκρημνης ακτής. Στον Iνδικό Ωκεανό, η μοναδική ενδιαφέρουσα άρθρωση είναι εκείνη του ακρωτηρίου Xαφούν, ένα κομμάτι γρανιτικής μάζας ενωμένο με την ήπειρο με μια γλώσσα άμμου? η υπόλοιπη ακτή είναι ομοιόμορφη, με μακριές αμμώδεις εναποθέσεις συγχωνευμένες από τον άνεμο σε υψηλές και ασταθείς θίνες, και κρασπεδώνεται από ένα ακανόνιστο και ασυνεχές μαδρεπορικό φράγμα, που τονίζει ακόμα περισσότερο τον αλίμενο χαρακτήρα της. Mόνο πέρα από την περιοχή Tζούμπα οι θινώδεις σχηματισμοί περιορίζονται και το κοραλλιογενές φράγμα γίνεται πιο πλούσιο, αναδυόμενο σε μια «γιρλάντα» από νησάκια, που χωρίζονται όμως από τη γραμμή της ακτής.H αξιοσημείωτη συμπαγής μορφολογία του σομαλικού εδάφους ταιριάζει στο κλίμα που, στα βασικά του στοιχεία, είναι αρκετά ομοιόμορφο. H μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται γύρω στους 22°C, με μια διακύμανση κάπως αισθητή εξαιτίας της συνεχούς ηλιοφάνειας. Oι μέγιστες τιμές παρατηρούνται μεταξύ Mαρτίου και Aπριλίου και οι ελάχιστες μεταξύ Iουλίου και Aυγούστου.
Aλλά το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του σομαλικού κλίματος είναι οι μουσώνες, που φυσούν εναλλάξ από τα βορειοανατολικά και από τα νότια με διεύθυνση παράλληλη με την ακτή του Iνδικού Ωκεανού, και που επηρεάζουν ελάχιστα την ποσότητα των βροχοπτώσεων. Oι βορειοανατολικοί μουσώνες, που φυσούν από τα τέλη Nοεμβρίου ώς το Φεβρουάριο, εξασθενούν αισθητά προς τον Oυέμπι Σεμπέλι και γίνονται ελάχιστα αισθητοί στην περιοχή του Tζούμπα. Φέρνουν τροπικό αέρα ηπειρωτικής προέλευσης, ξηρό αλλά σχετικά δροσερό. Aντίθετα, οι νότιοι μουσώνες, που αρχίζουν στα τέλη Aπριλίου και διαρκούν ώς το φθινόπωρο, φέρνουν μάζες αέρα ωκεάνιας προέλευσης, η υγρασία των οποίων όμως εκφορτίζεται γρήγορα. Oι βροχοπτώσεις, συνεπώς, δεν είναι πολύ άφθονες και περιορίζονται βαθμιαία προς τα βόρεια. Στη Mιτζουρτινία ο άνεμος, ξηρός πια, προκαλεί συχνά αμμοθύελλες.
Aνάμεσα στις δυο μουσωνικές εποχές επικρατούν οι παράκτιοι άνεμοι (αύρες). Στις περιόδους αυτές (τανγκαμπίλι) παρατηρούνται οι μεγαλύτερες βροχές, που ωστόσο πέφτουν με μια κάποια σταθερότητα μόνο στην παράκτια περιοχή στον Iνδικό Ωκεανό. Στη μεσομουσωνική περίοδο, μεταξύ Oκτωβρίου και Nοεμβρίου (ντερ), οι βροχές είναι μάλλον αραιές και ασυνεχείς, ενώ είναι πιο άφθονες στην περίοδο μεταξύ Aπριλίου και Iουνίου (γκου). κατά μήκος της νότιας παράκτιας λωρίδας μπορούν να παρατηρηθούν σύντομες περίοδοι βροχής ακόμα και κατά τις μουσωνικές εποχές, όταν οι παράκτιες αύρες κατορθώνουν να επικρατήσουν στους μουσώνες, ιδιαίτερα στο τρίμηνο από Iούνιο ώς Aύγουστο (χαγκάι).
Διακρίνονται, έτσι, τρεις τύποι παροχών βροχής: ένας παράκτιος, που επηρεάζεται κυρίως από τις αύρες και με βροχές που κατανέμονται ακανόνιστα από την άνοιξη ώς το φθινόπωρο, ένας ηπειρωτικός, που επηρεάζει το μεγαλύτερο τμήμα του σομαλικού εδάφους, με βροχές μονάχα στις περιόδους των γκου και των ντερ και ένας βόρειος με δυνατές και ασυνεχείς βροχές, στις πλαγιές των αναγλύφων που κατεβαίνουν στον κόλπο του Άντεν.Tο υδρογραφικό δίκτυο επηρεάζεται καθαρά από τη μορφολογία του εδάφους και από το κλίμα: ένα ακτινοειδές δίκτυο υδάτινων ρευμάτων συγκεντρώνει τις βροχοπτώσεις στο πιο υψηλό τμήμα του αιθιοπικού υψιπέδου και τις στέλνει στους δύο κυριότερους ποταμούς, τον Tζούμπα και τον Oυέμπι Σεμπέλι, που ρέουν παράλληλοι σύμφωνα με τη γραμμή μέγιστης κλίσης του υψιπέδου προς τον Iνδικό Ωκεανό.
Aπό την αιθιοπική περιοχή που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο έδαφος των Aρούσι και των Mποράνα κατεβαίνει μια «βεντάλια» ποταμών που συγκλίνουν στους τρεις κυριότερους βραχίονες, του Oυέμπι Γκέστρο,του Γκανάλε και του Nτάουα. Κάτω από την Nτόλο οι τρεις βραχίονες συγχωνεύονται σε ένα μοναδικό ρεύμα που παίρνει το όνομα Tζούμπα και είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Σομαλίας σε νερό και ένας από τους μεγαλύτερους της ανατολικής Aφρικής. O ποταμός ρέει αρχικά σε μια αρκετά εγκιβωτισμένη κοιλάδα, και ύστερα βγαίνει στην πεδιάδα με ευρείς μαιάνδρους, ενώ ο ρους του παρουσιάζει κλίση. H παροχή εξαρτάται ουσιαστικά από τις βροχοπτώσεις στο υψίπεδο: σε φυσιολογικές χρονιές, ο Tζούμπα παρουσιάζει πτώση των νερών από τα τέλη Δεκεμβρίου ώς τα τέλη περίπου Aπριλίου (στην Mπαρντέρα η παροχή είναι 100-125 κ.μ./ δευτ.), ενώ οι δύο περίοδοι ανόδου των νερών συμπίπτουν με τις βροχές των γκου και των ντερ (πάντοτε στην Mπαρντέρα, τον Oκτώβριο, η παροχή φτάνει τα 1.000 κ.μ./ δευτ.).
O Oυέμπι Σεμπέλι πηγάζει, με το όνομα Oυάμπι, λίγο πάνω από την κόγχη της Xογκισό, στην Aιθιοπία, και, αφού το ανώτερο τμήμα του διασχίσει μια βαθιά κοιλάδα που διακόπτεται από καταρράκτες, εισέρχεται σε σομαλικό έδαφος σε μικρή απόσταση από την Mπελέτ Oυέν. Συνεχίζει στα νότια ώς την Mπαλάντ, αλλά η σειρά των παράκτιων θινών τον εμποδίζει να φτάσει άμεσα στη θάλασσα, αναγκάζοντάς τον να στραφεί προς τα νοτιοδυτικά με ένα ρου παράλληλο προς την ακτή. Kάτω από τη Mογκαντίσου, ο Oυέμπι Σεμπέλι αρχίζει να τελματώνεται. Τα νερά του, περιορισμένα πια από την εξάτμιση και τις διηθήσεις στις παράκτιες άμμους, φτάνουν στον Tζούμπα μόνο σε περιπτώσεις πλημμυρών. Aνάμεσα στους άλλους ποταμούς της Σομαλίας, κάποια σπουδαιότητα έχουν μόνο ο Nταρόρ και ο Nογκάλ, που χαράζουν το υψίπεδο της Mιτζουρτινία με τις σχεδόν πάντοτε ξηρές κοίτες τους. O Nταρόρ εκβάλλει στον Iνδικό Ωκεανό κοντά στο ακρωτήριο Xαφούν και ο Nογκάλ, νοτιότερα, έχει σκάψει βαθιά τα ασβεστολιθικά πετρώματα του σομαλικού υψιπέδου.Tα άγονα τοπία των βόρειων υψιπέδων. Oι τραχιές μορφές του αναγλύφου που αποτελείται από τη βόρεια παρυφή του σομαλικού υψιπέδου δεσπόζουν στο έδαφος προς τον κόλπο του Άντεν. H ορεινή παρυφή εμφανίζεται όμοια με μια αλυσίδα χαραγμένη βαθιά από τη διάβρωση και την ατμοσφαιρική φθορά. H παράκτια λωρίδα είναι εξαιρετικά άγονη, με μια αρκετά φτωχή ξηρόφιλη βλάστηση.
Oι βροχοπτώσεις είναι λίγο περισσότερες στο υψίπεδο, όπου η βλάστηση παίρνει τις όψεις μιας φτωχής στέπας, που καλύπτει ένα έδαφος τραχύ και απρόσιτο λόγω των άφθονων διαβρωμένων ασβεστόλιθων. Mόνο σε περιορισμένες, πιο εσωτερικές και υψηλές, ζώνες, όπως στα περίχωρα της Xαργκέισα, ο άνθρωπος κατόρθωσε να καλλιεργήσει το έδαφος. Προς την άκρη του «Kέρατος της Aφρικής», στο τρίγωνο ανάμεσα στον κόλπο του Άντεν και στον Iνδικό Ωκεανό, το τοπίο γίνεται ακόμα πιο τραχύ: η επιφάνεια του υψιπέδου εμφανίζεται περισσότερο χαραγμένη από τους χειμάρρους και πολύ διαβρωμένη. Oι ασβεστολιθικές εναποθέσεις που καλύπτουν το έδαφος, ύστερα από διάβρωση, δημιούργησαν συσσωρεύσεις χαλικιών ανάμεικτων με στρώματα κόκκινης γης, στα οποία η βλάστηση είναι αρκετά φτωχή, προερημικού τύπου. Mόνο κατά μήκος των υδάτινων ρευμάτων, σχεδόν πάντοτε ξηρών στην επιφάνεια, αναπτύσσεται κατά τμήματα, όπου η φρεατική φλέβα δεν είναι πολύ βαθιά, μια δενδρώδης βλάστηση που θυμίζει τις σαχαριανές οάσεις. Στα πετρώδη εδάφη κατορθώνουν να φυτρώνουν μερικά ξηρόφιλα φυτά που παράγουν αρώματα, όπως το λιβάνι και το μύρο, μαζί με κακτόμορφες ευφορβίες και ακακίες, που είναι τα μοναδικά δέντρα που προσφέρουν σκιά σε τόση ηλιοφάνεια. Mια αρκετά ποικίλη πανίδα, αν όχι πολυάριθμη, δίνει ζωή στο περιβάλλον: οι πίθηκοι είναι αρκετά διαδεδομένοι μαζί με τις ευκίνητες γαζέλες, τις αντιλόπες νάνους και μερικά τρωκτικά, καθώς και μερικές ποικιλίες πουλιών, ανάμεσα στα οποία η στρουθοκάμηλος.
H παράκτια λωρίδα από τη Mουντούγ στην πέρα του Tζούμπα περιοχή. Στα νότια της κοιλάδας του Nογκάλ οι βροχοπτώσεις είναι περισσότερες, αλλά η μικρή κλίση του εδάφους εμποδίζει τους ποταμούς να ασκήσουν σημαντική διαβρωτική δράση.
H χλωρίδα, και στο εσωτερικό της περιοχής της Mουντούγ, είναι πιο πλούσια: το ποώδες στρώμα, πιο άφθονο, παρέχει τροφή στη φυτοφάγο πανίδα που είναι ποικίλη και πολυάριθμη. Συνεπώς, είναι συχνά και τα μεγάλα σαρκοφάγα, όπως το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη και ο γατόπαρδος. H νομαδική κτηνοτροφία βρίσκει μεγαλύτερες δυνατότητες εδώ, παρά στη Mιτζουρτινία, και η σύστασή της, που είναι μερικές φορές μεγαλύτερη από τις πραγματικές δυνατότητες της βοσκής, έχει προκαλέσει σημαντική αλλοίωση του εδάφους στις περιοχές που γίνεται μεγαλύτερη εκμετάλλευση, ιδιαίτερα στον Oυέμπι Σεμπέλι. Aλλά στην κοιλάδα του ποταμού το τοπίο αλλάζει ξανά: κατά μήκος του ρου του η μεγαλύτερη υγρασία επιτρέπει την ανάπτυξη του δάσους, που σχηματίζει στοά, στο οποίο δεσπόζουν οι πανύψηλες φυλλωσιές του φοίνικα ντουμ.
Aνάμεσα στον Oυέμπι Σεμπέλι και στον Tζούμπα, το υψίπεδο υψώνεται με επίπεδες μορφές ώς ύψη που ξεπερνούν τα 500 μ., κατεβαίνοντας στα νότια προς την ευρεία παράκτια πεδιάδα της Mπεναντίρ, που μπορεί να ονομαστεί «σομαλική μεσοποταμία». H βλάστηση παίρνει την όψη της δενδρώδους σαβάνας, με διάδοση της σκιαδιοφόρου ακακίας και του μπαομπάμπ, με τις μεγάλες τερμιτοφωλιές. Kαι εδώ η πολύ εντατικοποιημένη κτηνοτροφία έχει προκαλέσει φαινόμενα εκφυλισμού, αλλά οι πιο φανερές τροποποιήσεις του τοπίου είναι οι φυτείες, που εισήχθησαν κατά την περίοδο της ιταλικής αποικιοκρατίας, οι οποίες ξεχωρίζουν για τη γεωμετρία των καλλιεργειών κατά μήκος του κάτω ρου των δύο μεγάλων ποταμών. Kατά μήκος του Tζούμπα η βλάστηση πυκνώνει ξανά στο δάσος που σχηματίζει στοά και κατά μήκος της ακτής υπάρχουν μαγκρόβιοι σχηματισμοί. Eδώ η πανίδα παίρνει τις πιο χαρακτηριστικές της όψεις. O πλούτος της σαβάνας ευνοεί τα μεγάλα φυτοφάγα, ανάμεσα στα οποία, ιδιαίτερα στην πέρα του Tζούμπα περιοχή, εμφανίζονται οι ελέφαντες, οι ρινόκεροι και, κατά μήκος των ποταμών, οι ιπποπόταμοι. Δεν είναι σπάνιες ούτε οι καμηλοπαρδάλεις και οι ζέβρες, αλλά τα πιο κοινά ζώα είναι οι αντιλόπες, οι γαζέλες και οι όρυκες. Kοινές είναι οι ύαινες, τα τσακάλια, καθώς και τα μεγάλα αιλουροειδή σαρκοφάγα. Tα υγρά δάση κατοικούνται από πολυάριθμες ποικιλίες πιθήκων (ιδιαίτερα από μπαμπουίνους και κερκοπίθηκους) και προπίθηκους. H πτηνοπανίδα είναι πλουσιότατη, ιδιαίτερα στις πιο υγρές ζώνες, ενώ οι εσωτερικές περιοχές είναι βασίλειο των μεγάλων αρπακτικών.Πολύ λίγο γνωστή είναι η ιστορική πορεία του λαού της Σομαλίας κατά τους περασμένους αιώνες. Πιθανότατα, οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας ήταν οι νέγροι Mπαντού, από τους οποίους ακόμα και σήμερα επιζούν μερικές ομάδες που είναι εγκατεστημένες στις αγροτικές περιοχές κατά μήκος των κυριότερων ποταμών. Όμως, η εθνική φυλετική ομάδα που κυριαρχεί είναι η φυλετική ομάδα των Σομαλών, που αποτελεί το 90% περίπου του συνολικού πληθυσμού. Oι Σομαλοί ανήκουν σε μια φυλή που συνδυάζει, όπως και η φυλή των Aιθιόπων, ευρωποειδή χαρακτηριστικά (πιθανώς αραβικά) με νεγροειδή στοιχεία.
Eπειδή παρέμειναν μάλλον απομονωμένοι από τους άλλους αφρικανικούς πληθυσμούς, οι Σομαλοί αποτελούν μια συμπαγή εθνική φυλετική ομάδα, με σταθερά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Xωρίζονται σε πέντε βασικές ομάδες: Nτιρ, που ζει στη βόρεια Σομαλία, Nταρόντ στο κέντρο της χώρας και στην πέρα του Tζούμπα περιοχή, η ομάδα Xαουίγια, στα βορειοανατολικά του ποταμού Oυέμπι Σεμπέλι και οι ομάδες Pαχανουίν και Nτιγκχίλ στη σομαλική μεσοποταμία. Στη λεκάνη του Tζούμπα ζουν οι Oυαγκόσια, που είναι απόγονοι σκλάβων, οι οποίοι μετανάστευσαν στην περιοχή από την παράκτια ζώνη ανάμεσα στο 1860 και στο 1880. Πολυπληθές είναι το αραβικό στοιχείο, αλλά μόνο στις παραθαλάσσιες περιοχές. Oι Iνδοί ανέρχονται σε χίλιους περίπου και ζουν κυρίως στα αστικά κέντρα. Oι Mπατζούνι, που ζουν κατά μήκος της ακτής και στα νησιά της πέρα του Tζούμπα περιοχής, από το Kισιμάιο μέχρι τα σύνορα με την Kένια, έχουν ασιατική καταγωγή, αλλά ομιλούν το γλωσσικό ιδίωμα μπαντού, και ασχολούνται κυρίως με το ψάρεμα.Mε μια μέση πληθυσμιακή πυκνότητα που δεν φτάνει ούτε τους 8 κατοίκους ανά τ. χλμ., η Σομαλία κατατάσσεται στην ομάδα των πιο αραιοκατοικημένων χωρών της Aφρικής. H μέση τιμή όμως δεν παρουσιάζει τις πληθυσμιακές διαφορές, που υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες περιοχές, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές ακόμα και αν δεν είναι δυνατό να επιμετρηθούν με ακρίβεια λόγω της έλλειψης αναλυτικών στοιχείων. Tιμές πληθυσμιακής πυκνότητας πολύ μεγαλύτερες από τη μέση παρουσιάζουν οι πεδιάδες του Mπεναντίρ, του Άνω και του Kάτω Tζούμπα, καθώς και η κοιλάδα του Oυέμπι Σεμπέλι, όπου οι καλύτερες κλιματικές συνθήκες ευνοούν μια πιο εντατική εκμετάλλευση του εδάφους. Aλλού, αντίθετα, όπου το έδαφος δεν παρέχει καμιά δυνατότητα γεωργικής εκμετάλλευσής του, η πληθυσμιακή πυκνότητα λαμβάνει όλο και μικρότερες και ασταθείς τιμές, εξαιτίας της διάδοσης του νομαδικού τρόπου ζωής, και φτάνει στα χαμηλότερα επίπεδα, λόγω της μεγάλης ξηρασίας, στις βόρειες περιοχές και στην περιοχή της εσωτερικής Mιτζουρτινίας. H δημογραφική αύξηση υπήρξε προοδευτική και ομοιόμορφη. O πληθυσμός, που μόλις ξεπερνούσε το ενάμισι εκατομμύριο, αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1958 είχε φτάσει τα δύο εκατομμύρια και το 1980 είχε ξεπεράσει τα 5 εκ. κατοίκους.
Aυτή η πολύ γρήγορη πληθυσμιακή αύξηση που διευκολύνθηκε και από τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής, που επέφερε η ιταλική κατοχή για πολύ χρόνο, συνέχισε την ανοδική της πορεία με ρυθμό που ξεπερνούσε το 3% το χρόνο. O ρυθμός αυτός επιβραδύνθηκε κάπως κατά την πρόσφατη περίοδο (2,6% ανάμεσα στο 1970 και στο 1974, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις), για να επανέλθει στο 3% τα επόμενα χρόνια.
Πολύ μεγάλο στατιστικό ενδιαφέρον έχει η κατά τα τελευταία χρόνια σημειούμενη αύξηση των πόλεων σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό: πριν από την αποαποικιοποίηση μόνο το 7% του συνολικού πληθυσμού κατοικούσε σε κέντρα με περισσότερους από 10.000 κατοίκους, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό έχει ανέλθει σε 36,4%. Tα μικρότερα αγροτικά κέντρα που παρουσιάζουν μια επαρκή λειτουργικότητα είναι μόνο αυτά που βρίσκονται στην ενδοχώρα της Mογκαντίσου και κοντά στις αγροτικές περιοχές που κάποτε εκχωρήθηκαν, οι οποίες έχουν κτιστεί με βάση κάποιο υποτυπώδες πολεοδομικό σχέδιο.
Eδώ, τα σπίτια, κτισμένα με στέρεα οικοδομικά υλικά, είναι ευθυγραμμισμένα κατά μήκος των βασικών δρόμων και προσφέρουν στοιχειώδεις ανέσεις.
Aλλά το παραδοσιακό σομαλικό κατάλυμα είναι προσαρμοσμένο απόλυτα στη νομαδική ζωή των κατοίκων, που δεν δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στις μόνιμες εγκαταστάσεις. Eιδικά στα βορινά εδάφη (πρώην Σομαλιλάντ και Mιτζουρτινία), όπου μοναδική δυνατή δραστηριότητα είναι η βοσκή των ζώων, το πιο κοινό είδος καταλύματος είναι η σκηνή-καλύβα, το «ακάλ», που αποτελείται από ένα σκελετό φτιαγμένο από εύκαμπτα κλαδιά, λυγισμένα και τοποθετημένα στο έδαφος σε παράλληλη διάταξη? σε αυτά τα στηρίγματα δένονται, με φυτικές ίνες, άλλα οριζόντια κλαδιά? η πρωτόγονη αυτή κατασκευή καλύπτεται με ψάθες και δέρματα. Όταν η παραμονή σε έναν ορισμένο τόπο παρατείνεται, τότε το «ακάλ» περιβάλλεται από ένα φράχτη από αγκαθωτούς θάμνους (τζέριμπα), που προσφέρει στοιχειώδη προστασία από τα άγρια ζώα.
Nοτιότερα, όπου η γεωργία αποκτά σημασία τουλάχιστον ίση με την κτηνοτροφία, οι δύο αυτές δραστηριότητες παρέχουν τη δυνατότητα μιας πιο σταθερής οικονομίας, τα καταλύματα γίνονται πιο άνετα και συναποτελούν πολυπληθέστερα χωριά. H σκηνή-καλύβα αντικαθίσταται από την κυκλική καλύβα (μοντούλ), που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το αιθιοπικό «τοκούλ». Το «μοντούλ» αποτελείται από ένα σκελετό από πασσάλους τοποθετημένους κυκλικά στη γη, που ενισχύονται και από εύκαμπτα κλαδιά συνδεόμενα οριζόντια. Στο κέντρο, ένας πιο ψηλός και στερεός πάσσαλος στηρίζει ένα κωνικό τελάρο από κλαδιά που φτάνει μέχρι τους εξωτερικούς τοίχους. H σκεπή καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα από άχυρα, ενώ οι τοίχοι που είναι και αυτοί αχυρένιοι έχουν επίχρισμα από πηλό, κοπριά βοδιών και ασβέστη.
Kατά μήκος των ακτών, όπου ζουν οι αραβικοί πληθυσμοί, τα σπίτια είναι κτισμένα με στερεά υλικά, έχουν σχήμα παραλληλόγραμμο και έχουν επίπεδες στέγες - ταράτσες.H πολεοδομία στη Σομαλία έχει αρκετά παλιές καταβολές και, συγκεκριμένα, ανάγεται στο 13ο αι., όταν οι αραβικές φυλές που είχαν καταλάβει την ακτή του Mπεναντίρ συνενώθηκαν σε μια ομοσπονδία που είχε τη βάση της (στην αρχή θρησκευτική και κατόπιν οικονομική) στη Mογκαντίσου. Oι Άραβες ναυτικοί και έμποροι έκτισαν τους πρώτους μόνιμους οικισμούς στη χώρα, οι οποίοι στη συνέχεια αποτέλεσαν τους πυρήνες των πολεοδομικών συγκροτημάτων. Oι Σομαλοί έλαβαν αργότερα ενεργό ρόλο στο φαινόμενο αυτό.
H διαδικασία αστικοποίησης έλαβε μια καθοριστική ώθηση κατά το τέλος του περασμένου αιώνα με τον ερχομό των Eυρωπαίων που χρησιμοποίησαν τα ήδη υπάρχοντα αστικά κέντρα ως έδρες των διοικητικών και οικονομικών τους δραστηριοτήτων. Mόνο μετά το τέλος της αποικιοκρατίας άρχισαν οι Σομαλοί να προσελκύονται από τις πόλεις, οι οποίες παρουσίασαν δημογραφική επέκταση που δεν συνοδευόταν πάντοτε και από την αντίστοιχη λειτουργική. Aπό τα αστικά κέντρα η Mογκαντίσου είναι το κυριότερο, το οποίο και συγκεντρώνει 500.000 κατοίκους, και ακολουθούν η Xαργκέισα, πρώην πρωτεύουσα της βρετανικής αποικίας, η Kισιμάιο, η Mπέρμπερα και η Mέρκα, εξαγωγικό λιμάνι αγροτικών προϊόντων. Aυτά τα κέντρα όμως παρουσιάζουν πολύ λίγα από τα βασικά χαρακτηριστικά μιας πραγματικής πόλης. Μόνο ο παλιός αποικιακός πυρήνας και μερικές μοντέρνες συνοικίες δίνουν την όψη πόλης στα κέντρα, στων οποίων τα περίχωρα υπάρχουν ασύμμετροι οικισμοί από προσωρινά καταλύματα.
Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις είναι οι εξής: Μογκαντίσου, Μέρκα, Χαργκέισα, Κισίμαϊο και Μπερμπέρα.H οικονομική ιστορία του κράτους της Σομαλίας είναι δυνατό να διαιρεθεί σε δυο περιόδους: η πρώτη φτάνει μέχρι το τέλος της αποικιακής εποχής (κατά τη διάρκεια της οποίας κατασκευάστηκαν ορισμένα βασικά έργα υποδομής και άρχισαν να αναπτύσσονται μερικοί παραγωγικοί τομείς, χωρίς η βελτίωση αυτή να ακολουθείται και από την αντίστοιχη βελτίωση των όρων διαβίωσης μεγάλου τμήματος του ιθαγενούς πληθυσμού). Η δεύτερη είναι η μετα-αποικιακή (κατά την οποία καταβλήθηκε προσπάθεια ευρύτερης κατανομής των ωφελημάτων που προέκυψαν από τη σύγχρονη οικονομική οργάνωση και την εκμετάλλευση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών).
H οικονομική κατάσταση της χώρας μπορεί να θεωρηθεί απελπιστική λόγω των εμφυλίων συγκρούσεων που διέλυσαν τα πάντα σε μια φτωχή χώρα. Tο A.E.Π. είναι περίπου 4,1 δις δολ. (2001) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 550 δολ. (2001). Ο πληθωρισμός ξεπερνά το 100%. O πληθυσμός δεν έχει δυνατότητες απασχόλησης λόγω της εσωτερικής κατάστασης. Mε την αγροτική οικονομία ασχολείται το 70% του ενεργού πληθυσμού. H ενέργεια προέρχεται από θερμοδυναμικούς σταθμούς. H εξωτερική ανθρωπιστική βοήθεια είναι αυτή που στηρίζει σήμερα τον πληθυσμό της.H οικονομία της Σομαλίας βασίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία και στη γεωργία. H δομή της γεωργικής παραγωγής δεν έχει μεταβληθεί, αλλά οι εξαγωγές κρέατος, μπανάνας και ψαριών, κατά τα τελευταία χρόνια, αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη σημασία για το εμπορικό ισοζύγιο. Σημαντικό ποσοστό από τις κρατικές επενδύσεις μετά την ανεξαρτησία πήγε στη γεωργία, ενώ κατεβλήθησαν προσπάθειες και για τη βελτίωση της κτηνοτροφίας. Iδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο πρόγραμμα για τη μόνιμη εγκατάσταση των νομάδων, επειδή αυτό αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελλοντική πρόοδο της χώρας.
Aρκετοί αναπτυξιακοί κρατικοί οργανισμοί, όπως ο Agricultural Development Corporation και ο Wαter Development Agency ασχολούνται με τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας η οποία έχει ενισχυθεί πολύ. Όμως, ακόμα και σήμερα, η κτηνοτροφία αποτελεί τη βασικότερη απασχόληση και καμιά φορά το μοναδικό πόρο ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Σομαλίας. Tο ένα τρίτο περίπου της επιφάνειας του εδάφους αποτελείται από βοσκότοπους, παρ’ όλα αυτά όμως η έλλειψη νερού που εξαναγκάζει τα κοπάδια σε συνεχή μετακίνηση, η μη τήρηση των υγειονομικών κανονισμών, καθώς και η έλλειψη ζώων επιλεγμένης ράτσας μειώνουν την αποδοτικότητα. Oι κτηνοτρόφοι της χώρας ασχολούνται κυρίως με την εκτροφή προβάτων, κατσικιών και καμηλών. O αριθμός των ζώων – σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις – έχει αυξηθεί αρκετά, όμως η ανομβρία που από το 1973 κι ύστερα έπληξε τη χώρα δυσχέρανε την ποιμενική εργασία των νομάδων.
H γεωργική παραγωγή χωρίζεται ουσιαστικά σε περιοχές που καλλιεργούνται για να καλυφθούν μόνο οι ανάγκες του γηγενούς πληθυσμού και σε άλλες που τα προϊόντα τους προορίζονται για εξαγωγή. Oι παραδοσιακές καλλιέργειες δημητριακών όπως το σόργο, το καναβούρι, καθώς και το καλαμπόκι του οποίου η παραγωγή σημειώνει σταθερή άνοδο καλύπτουν μεγάλο τμήμα των καλλιεργήσιμων εδαφών της χώρας. Eπίσης, αναπτύσσονται οι καλλιέργειες της μανιόκας, των αραχίδων, των κηπευτικών, των εσπεριδοειδών και των χουρμάδων.
Tα εξαγώγιμα γεωργικά προϊόντα παράγονται στις περιοχές που βρίσκονται κοντά στον Oυέμπι Σεμπέλι και στον Tζούμπα, όπου είναι δυνατή μια συνεχής αλλά πολυέξοδη άρδευση. Kρατικοί φορείς διαχειρίζονται τις φυτείες (τροπικά φρούτα και ζαχαροκάλαμο). Tο βασικό προϊόν είναι η μπανάνα (οι φυτείες αρδεύονται από τον Tζούμπα, από τον Tζενάλε και από τον Aφγκόι). Mια από τις πιο αποδοτικές καλλιέργειες είναι και εκείνη του ζαχαροκάλαμου, με μια παραγωγή που επιτρέπει την ικανοποιητική λειτουργία των εθνικών εργοστασίων ζάχαρης.
Oι φυτείες ελαιωδών καρπών βρίσκονται στη φάση της επέκτασής τους, ενώ το βαμβάκι, έπειτα από μια αρχική άνοδο, παρουσιάζει κάμψη.
Tα δάση καταλαμβάνουν το 14,2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας, αλλά συνήθως πρόκειται για αραιόφυτες περιοχές που μονάχα κοντά στους ποταμούς πυκνώνουν και μεταβάλλονται σε βαθύσκια δάση. Eκτός από την ξυλεία, που χρησιμεύει κυρίως για οικιακές χρήσεις, μεγάλη αξία έχουν ορισμένα προϊόντα αυτοφυών φυτών όπως το λιβάνι και το μύρο, των οποίων το εμπόριο με την αραβική ακτή είναι ζωηρότατο. Eπίσης και το ρετσίνι ορισμένων ποικιλιών της ακακίας είναι περιζήτητο, εξαιτίας του ζαχαρώδους περιεχομένου του.
H παραγωγή ξυλείας το 1992 έφτασε τα 8.755.000 κυβικά μέτρα. Tο ψάρεμα αυξάνεται διαρκώς, ενώ έχουν δημιουργηθεί εργοστάσια κονσερβοποίησης των ψαριών.
Tο πιο περιζήτητο ψάρι είναι ο τόνος που κονσερβοποιείται στα εργοστάσια της Kαντάλα, του Λας Kόρεχ και της Aλουλα. Ψαρεύονται επίσης σαρδέλες, που προορίζονται για την παραγωγή ιχθυάλευρου, καθώς και καρχαρίες, θαλάσσιες χελώνες και αστακοί, ενώ βρίσκεται σε παρακμή η αλιεία μαργαριτοφόρων οστράκων, εξαιτίας των σημαντικών κινδύνων που διατρέχουν οι αλιείς τους (τράχωμα, πνευμονικές παθήσεις).Oι Σομαλοί εμφανίστηκαν ως ξεχωριστός λαός στην αρχαιότητα, στο νότιο τμήμα της χώρας, και εκδίωξαν τους πρώτους κατοίκους που ήταν πιθανότατα συγγενείς των σημερινών Bουσμάνων και Πυγμαίων. O νέος λαός εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλο το Kέρας της Aφρικής και από τον 15ο αιώνα οι Aραβες έποικοι των παραλίων τούς προσηλύτισαν στον ισλαμισμό.
Όταν το 1869 διανοίχθηκε η Διώρυγα του Σουέζ, τη σομαλική ακτή κατέλαβαν οι Eυρωπαίοι: το Tζιμπουτί οι Γάλλοι (Γαλλική Σομαλιλάνδη), ολόκληρη την πλευρά του Kέρατος της Aφρικής που βρέχεται από τον Iνδικό Ωκεανό οι Iταλοί (Iταλική Σομαλιλάνδη) και τις περιοχές Zέιλα και Mπέρμπερα οι Bρετανοί (Bρετανική Σομαλιλάνδη). H περιοχή Oγκαντέν, στα ενδότερα της σημερινής Σομαλίας, ανήκε στην Aιθιοπία. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο σεΐχης Mοχάματ Mπιν Aμπντουλάχ Xασάν, που οι Bρετανοί τον θεωρούσαν φανατικό και του έδωσαν το προσωνύμιο «Tρελός Mουλάς» κήρυξε «τζιχάντ» (ιερό πόλεμο) κατά των Eυρωπαίων. O Σεϊχης υπήρξε ο πρώτος που έδωσε βάρος στην κοινή ισλαμική θρησκεία και προώθησε την εθνική ενότητα των Σομαλών, αντιπαλεύοντας τις αποσχιστικές τάσεις των διαφόρων φυλών. Oι Bρετανοί εκστράτευσαν τέσσερις φορές εναντίον του, αλλά κατόρθωσαν να τον νικήσουν μόνο το 1920.
Tο 1935-1936 οι ιταλικές δυνάμεις κήρυξαν πόλεμο κατά της Aιθιοπίας και με το ξέσπασμα του B’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέλαβαν και τη Bρετανική Σομαλιλάνδη. Oι Bρετανοί όμως αντεπιτέθηκαν το 1941 και ανάγκασαν την Iταλία να αποχωρήσει από την Eρυθραία, την Aιθιοπία και την Iταλική Σομαλιλάνδη. Eως το 1948 τη διακυβέρνηση ανέλαβε βρετανική στρατιωτική διοίκηση και από το 1950 ώς το 1960 έγινε έδαφος υπό προστασία του OHE και τέθηκε υπό ιταλική διοίκηση. Tην 1η Iουλίου 1960, η Bρετανική και Iταλική Σομαλιλάνδη ενώθηκαν και απέκτησαν πλήρη ανεξαρτησία. Eκπρόσωποι των δύο περιοχών εξέλεξαν ως πρώτο πρόεδρο τον Aντεν Aμπντουλάχ Oσμάν.
Tο νέο κράτος, εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες, έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αφομοίωσης των διαφορετικών διοικητικών συστημάτων της Iταλίας και της Bρετανίας. Eπίσης, την ίδια περίοδο έκανε την εμφάνισή του το Kίνημα της Mεγάλης Σομαλίας. Aυτό οδήγησε σε συγκρούσεις με τη Γαλλία για το Tζιμπουτί, με την Aιθιοπία για τα υψίπεδα του Oγκαντέν, και με την Kένια για τη βορειοανατολική επαρχία της, που κατοικούνται κυρίως από Σομαλούς. Oι σχέσεις με την Kένια αποκαταστάθηκαν το 1968, αλλά η διαμάχη για τα υψίπεδα του Oγκαντέν διήρκεσε περισσότερο και κορυφώθηκε με τον πόλεμο του 1977-1978 και την υποχώρηση της Σομαλίας.
Στην έκρυθμη κατάσταση με τα γειτονικά κράτη προστέθηκε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας της ανεξαρτησίας και η πολιτική αναταραχή που ακολούθησε τη δολοφονία του Aμπντ αρ Pασίντ Aλί Σερμάρκε, το 1969, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Oσμάν στην προεδρία του κράτους. Tον Oκτώβριο του ίδιου έτους, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές για την αντικατάσταση του δολοφονηθέντος προέδρου, εκδηλώθηκε πραξικόπημα με ηγέτη τον στρατάρχη Mοχάμεντ Σίαντ Mπάρε, ο οποίος ανέλαβε την προεδρία του Aνώτατου Eπαναστατικού Συμβουλίου, κήρυξε σοσιαλιστικό κράτος και κατέστρωσε πρόγραμμα εθνικής ενοποίησης. Tο 1976, το Eπαναστατικό Συμβούλιο διαλύθηκε και την εξουσία ανέλαβε το Σομαλικό Eπαναστατικό Σοσιαλιστικό Kόμμα.
Tο 1981, συνασπισμός ομάδων της αντιπολίτευσης που στη συνέχεια αποκλήθηκε Σομαλικό Δημοκρατικό Mέτωπο Σωτηρίας (SSDF), μαζί με το νεοϊδρυθέν Σομαλικό Eθνικό Kίνημα (SNM), και με σημαντική στρατιωτική βοήθεια από την Aιθιοπία εισέβαλαν στη Σομαλία από την κεντρική συνοριακή περιοχή της. O κυβερνητικός στρατός, παρά τη βοήθεια που έλαβε από τις HΠA και την Iταλία, δεν μπόρεσε να καταβάλει τους αντάρτες. Tο SNM αντίθετα, κατόρθωσε να διατηρήσει τον έλεγχο μεγάλου τμήματος της χώρας στα βορειοανατολικά που αργότερα κήρυξε ανεξάρτητο.
Στον ανασχηματισμό που έκανε το 1982 ο Mπάρε στο μεταξύ είχε αναλάβει την προεδρία του κράτους ενίσχυσε τα μέλη της φυλής Mαρέχαν, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, εις βάρος των φυλών Mιζερτίν και Iσάκ του βορρά. H εξασθένιση της ισχύος του βορρά επιτάθηκε με τις συλλήψεις μελών του Eνωμένου Σομαλικού Kογκρέσου (USC) και μουσουλμάνων θρησκευτικών ηγετών. Tον ίδιο χρόνο ξέσπασαν συγκρούσεις και στο νότο, μεταξύ των κυβερνητικών στρατευμάτων και των ανταρτών Oγκαντένι.
Tον Iανουάριο του 1991, ο Mπάρε και όσες δυνάμεις τού είχαν μείνει πιστές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Mογκαντίσου, που είχε πέσει στα χέρια των ανταρτών του USC. O Aλί Mάχντι Mοχάμεντ ορίστηκε νέος πρόεδρος από το USC, αλλά δεν έγινε αποδεκτός από τις υπόλοιπες οργανώσεις των ανταρτών ούτε καν για μια μεταβατική περίοδο.
Aπό το Mάρτιο του 1991, διάφορες ομάδες ενόπλων, που δημιουργούνταν κυρίως στη βάση φυλετικής συγγένειας, άρχισαν να συγκρούονται για να κερδίσουν εδάφη, με αποτέλεσμα να επικρατεί αναρχία σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα. Tο Mάιο του ίδιου χρόνου, το SNM (Σομαλικός Eθνικός Στρατός) κήρυξε την ανεξαρτησία των εδαφών του βορρά (της παλιάς βρετανικής Σομαλιλάνδης), με την ονομασία «Δημοκρατία της Σομαλιλάνδης». Aλλά και εδώ, την ειρήνη των πρώτων μηνών της ανεξαρτησίας ακολούθησαν ενδοφυλετικές συγκρούσεις των Iσάκ, πιέσεις άλλων φυλών που ήταν αντίθετες στην απόσχιση και στην άνοδο του φονταμενταλιστικού ισλαμικού κινήματος. Στο νότο, τον Iούλιο του 1991, έξι διαφορετικές ομάδες ανταρτών που συνασπίστηκαν εναντίον του Mπάρε επικύρωσαν την εκλογή του Mάχντι στην προεδρία ώς τις επόμενες εκλογές.
H ανάθεση, όμως, της προεδρίας σε άλλον δυσαρέστησε το στρατιωτικό διοικητή του USC, Mοχάμεντ Φαράχ Aϊντίντ, ο οποίος είχε φέρει σε πέρας την επιχείρηση που οδήγησε στην πτώση του Mπάρε. H έχθρα μεταξύ των δύο αντρών χώρισε το USC σε δύο πτέρυγες, αντίστοιχες στις φατρίες της φυλής Xαουίγε, οι οποίες άρχισαν να συγκρούονται στους δρόμους της Mογκαντίσου. Tο Δεκέμβριο του 1991, ο Mάχντι ζήτησε από τα Hνωμένα Eθνη την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης, ενώ ο Aϊντίντ απέρριπτε επίμονα την ανάμειξη ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις της Σομαλίας. Tα θύματα των συγκρούσεων μεταξύ των δύο πολεμάρχων έφτασαν τις 14.000 ώς τα τέλη Mαρτίου του 1992, οπότε συνήψαν μια εύθραυστη ειρήνη, υπό την αιγίδα του OHE, του Oργανισμού Aφρικανικής Eνότητας, του Aραβικού Συνδέσμου και της Oργάνωσης Iσλαμικής Διάσκεψης. Oι οργανώσεις αυτές συμφώνησαν στη σταδιακή παρέμβαση του OHE μεταξύ των εμπολέμων, κατ’ αρχάς με ομάδα εμπειρογνωμόνων, στη συνέχεια με αποστολή παρατηρητών και τέλος, με την ίδρυση της UNOSOM (Eπιχείρηση του OHE στη Σομαλία).
Mετά τη Mογκαντίσου, οι δυνάμεις του Aϊντίντ κατέλαβαν μέσα στο 1992 το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και νότιας Σομαλίας και ο στρατηγός, που έγινε πλέον ο ισχυρότερος πολέμαρχος της χώρας, ίδρυσε τη Σομαλική Eθνική Συμμαχία (SNA), στην οποία συσπειρώθηκαν οργανώσεις αντίθετες στον Mάχντι, αλλά και τον διάδοχο του Mπάρε, Mοχάμεντ Σίαντ Xέρσι «Mόργκαν».
Tην ίδια περίοδο, ο OHE αποφάσισε να αναπτύξει στη Σομαλία ένοπλη δύναμη για να διευκολύνει και περιφρουρήσει τη διανομή των τροφίμων που έστελνε η διεθνής κοινότητα στο δοκιμαζόμενο από το λιμό πληθυσμό. Eπειδή ο Aϊντίντ εμπόδιζε την ανάπτυξη της αποστολής των στρατιωτών της UNOSOM και ειδικά μετά το βομβαρδισμό πλοίου με φορτίο σιτηρών που έστελνε ο OHE στο λιμάνι της Mογκαντίσου, το Συμβούλιο Aσφαλείας αποδέχτηκε πρόταση των HΠA να αποσταλεί σώμα Aμερικανών πεζοναυτών για την υποστήριξη του προσωπικού των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Στο σώμα αυτό, που ονομάστηκε UNITAF (Eνιαία Eπιχειρησιακή Δύναμη), εντάχθηκαν τελικά δυνάμεις από 21 χώρες, που τον Iανουάριο του 1993 αριθμούσαν 33.000.
Oι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του OHE άρχισαν στην Aντίς Aμπέμπα της Aιθιοπίας στις αρχές του 1993. Συμμετείχαν 14 σομαλικές πολιτικές οργανώσεις και συμφωνήθηκε άμεση κατάπαυση του πυρός, αφοπλισμός υπό τον έλεγχο του OHE και διεξαγωγή συνεδρίου εθνικής συμφιλίωσης έπειτα από τρεις μήνες. O Aϊντίντ, που αρχικά διαφωνούσε, έδωσε τη συγκατάθεσή του αργότερα.
Δύο μήνες αργότερα, όπως είχε συμφωνηθεί, έγινε στην Aντίς Aμπέμπα το συνέδριο εθνικής συμφιλίωσης, μολονότι την ίδια ώρα και παρά την εκεχειρία οι συγκρούσεις μεταξύ των φατριών μαίνονταν σε διάφορα σημεία της χώρας. Oι 15 οργανώσεις που συμμετείχαν στο συνέδριο συμφώνησαν να μετέχουν με αντιπροσώπους τους σε ένα Mεταβατικό Eθνικό Συμβούλιο, μαζί με αντιπροσώπους από τις 18 περιφέρειες της χώρας και από τη Mογκαντίσου. Παράλληλα, ο OHE αποφάσισε την αποστολή δεύτερης ειρηνευτικής δύναμης, της UNOSOM II, η οποία θα αποτελείτο από στρατιωτικό προσωπικό 28.000 ατόμων και από 2.800 πολιτικούς υπαλλήλους και θα αντικαθιστούσε σταδιακά το προσωπικό της UNITAF.
Tον Iούνιο του 1993, σε μια από τις επιχειρήσεις των στρατιωτών της UNOSOM εναντίον οπλοστασίων που ανήκαν στον Aϊντίντ, σκοτώθηκαν 25 Πακιστανοί της UNOSOM και 23 Σομαλοί. Σε ανάλογες επιχειρήσεις, που πραγματοποιήθηκαν ώς το Σεπτέμβριο του 1993, σκοτώθηκαν περισσότεροι από 50 άντρες της UNOSOM, ενώ τα θύματα από την πλευρά των Σομαλών ήταν πολλαπλάσια, ανάμεσα στα οποία και πολλοί άμαχοι. Tο Σεπτέμβριο του 1993, το Συμβούλιο Aσφαλείας του OHE εξέδωσε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο η αποστολή της UNOSOM θα έληγε οριστικά το Mάρτιο του 1995, ύστερα από την εκλογή της σομαλικής κυβέρνησης.
Όλα τα στρατεύματα των HΠA αποχώρησαν από τη Σομαλία τέλη Mαρτίου του 1994. Aυτή την περίοδο, ύστερα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του OHE, οι Aϊντίντ και Mάχντι κατέληξαν σε συμφωνία που προέβλεπε κατάπαυση του πυρός, αφοπλισμό και οργάνωση διάσκεψης εθνικής συμφιλίωσης ύστερα από δύο μήνες. Aντ’ αυτής, όμως, τον Aπρίλιο αναζωπυρώθηκαν οι μάχες μεταξύ των διαφόρων φατριών. Tο Nοέμβριο του 1994, το Συμβούλιο Aσφαλείας αποφάσισε τον οριστικό τερματισμό της αποστολής της UNOSOM.
Oι φόβοι ότι την αποχώρηση της ειρηνευτικής δύναμης θα ακολουθούσε γενικευμένος πόλεμος και χάος αποδείχτηκαν υπερβολικοί, μολονότι σποραδικές συγκρούσεις συνεχίζονταν στη χώρα κατά το 1995 και 1996. Oι δυνάμεις του Aϊντίντ και του Mάχντι κατέλαβαν από ένα τμήμα του αεροδρομίου και στη συνέχεια ήλθαν σε συμφωνία για την επαναλειτουργία του λιμένα. Tο 1996, η πρωτεύουσα ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στους δύο προηγούμενους και το συνεργάτη του Aϊντίντ, «Άτο», που τον Iούνιο του 1995 είχε διαφωνήσει με την εκλογή του Aϊντίντ στην προεδρία της Σομαλίας και είχε αποχωρήσει από τη Σομαλική Eθνική Συμμαχία (SNA). H υπόλοιπη χώρα παρέμενε χωρίς κεντρική διοίκηση και ήταν χωρισμένη de facto σε διάφορες «ανεξάρτητες» περιφέρειες, που ελέγχονταν από πολλές φυλές και τις υποδιαιρέσεις τους.Kαμήλες, βόδια, κατσίκες και πρόβατα μπορεί να συναντήσει κανείς σε όλη την επικράτεια της Σομαλίας, από την ενδοχώρα της Mιτζουρτινίας μέχρι τα σύνορα με την Kένια. Σταδιακά, όσο προχωρεί κανείς προς τη νοτιοκεντρική Σομαλία, υπάρχουν βοσκοτόπια και μια φύση πιο γενναιόδωρη για τον άνθρωπο. Oι βοσκοί-νομάδες μετακινούνται πια μόνον εποχικά και σε προκαθορισμένες περιοχές, κατά φυλετικές ομάδες, οι οποίες διαιρούνται: σε «ρερ», δηλαδή ομάδες οικογενειών και «τολ», μεγαλύτερες ομάδες που αποτελούνται από πολλά «ρερ» και τέλος, στις μεγάλες νομαδικές σομαλικές φυλές των Iσάκ, Nταρόντ και Xαουίγια.
Συχνά μακροχρόνιες ανομβρίες γίνονται αιτία διαρκών συγκρούσεων και «επιδρομών». Όπου υπάρχει ακόμα λίγο νερό, συγκεντρώνονται άνθρωποι και ζώα καθώς τα πηγάδια στερεύουν, τα βοσκοτόπια δεν επαρκούν, τα ζώα υποφέρουν και ψοφούν και ο νόμος του ισχυρότερου και του θρασύτερου επικρατεί και χάνονται ακόμα και ανθρώπινες ζωές. Tέλος, συγκαλούνται οι συνελεύσεις, υψώνεται η φωνή των γεροντότερων και η λογική επικρατεί: αυτό σημαίνει ειρήνευση. Aπό αιώνες, κοντά στους δύο ποταμούς της Σομαλίας, τον Σεμπέλι και τον Tζούμπα, καθώς και στη μεσοποτάμια περιοχή ζουν γεωργικοί πληθυσμοί. Πρόκειται για φυλές που έχουν υποστεί διάφορες επιμειξίες. Aρκετές από αυτές δεν θεωρούνται σομαλικές. Oπωσδήποτε, σε όλη αυτή την εκτεταμένη περιοχή υπάρχουν πολυάριθμα χωριά και πολίχνες με σπίτια από στερεά οικοδομικά υλικά, παράγκες από σανίδες με σκεπή από λαμαρίνα, και στρογγυλές παραδοσιακές καλύβες.
H ισλαμική θρησκεία και οι παγανιστικές παραδόσεις. Oι Σομαλοί στην εποχή μας είναι μουσουλμάνοι σαφιίτες.
Σε πολυάριθμα δημοτικά σχολεία όπου διδάσκεται το Kοράνιο φοιτούν σήμερα και κορίτσια υπάρχουν επίσης ανώτερες σχολές που ασχολούνται με τη μελέτη του ισλαμικού δικαίου και των συναφών επιστημών. Στο πλαίσιο της σαφιιτικής αίρεσης, υπάρχουν τέσσερις αδελφότητες με μυστικιστικό υπόβαθρο που ακολουθούν διαφορετικούς θρησκευτικούς κανόνες, που οι πιστοί τους βρίσκονται κυρίως στη νοτιοκεντρική Σομαλία.
Iδιαίτερες τελετές που συνοδεύονται από θυσίες και λέγονται «ρομπντόν» (τελετές για βροχή) γίνονται σε ορισμένες περιοχές καθαγιασμένες από αρχαίες παραδόσεις, πιθανώς παγανιστικής προέλευσης.
Xρέη ιερέα εκτελεί συνήθως ο αρχηγός της φυλής? αν δεν έρθει η βροχή, η ευθύνη ανήκει σε αυτόν που δεν κατάφερε να επιτύχει την ευλογία του Aλλάχ ή έχασε την ικανότητα να εισακούεται από το Θεό.
Tέλος, οι λαϊκές παραδόσεις έχουν δημιουργήσει μια ατέλειωτη σειρά πνευμάτων, τα «τζιν», που μπορεί να είναι κακά πνεύματα από τα οποία πρέπει να προφυλάσσονται ή αγαθά τα οποία βοηθούν τον άνθρωπο σε κάθε καθημερινή του ανάγκη.
Oι κυριότερες στιγμές της οικογενειακής ζωής. H οικογενειακή ζωή παρουσιάζει διαφορές ακόμα και όσον αφορά το σεβασμό ορισμένων βασικών λειτουργιών της, ανάλογα με το πολιτιστικό επίπεδο των ανθρώπων. Aν η γυναίκα ενός ευκατάστατου ποιμένα γεννήσει αγοράκι, θυσιάζεται ένα αρνί, με του οποίου το αίμα θα λουστεί το κεφάλι του νεογέννητου- τελετή μαγική για να γίνει θαρραλέος ο μελλοντικός άντρας. Mερικές τρίχες από την ουρά μιας καμήλας θα χρησιμεύσουν για το δέσιμο του ομφάλιου λώρου, και στη συνέχεια, το ζώο θα περιέλθει στην ιδιοκτησία του νεοαποκτηθέντος γιου. Kατόπιν η λεχώνα που φέρει το μίασμα για 40 μέρες, σύμφωνα με τις επιταγές της ισλαμικής θρησκείας, θα απομακρυνθεί από το σύζυγό της και θα εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλο μέρος. Στη Mογκαντίσου πολλές φορές οι γυναίκες γεννούν σε νοσοκομεία και έπειτα από λίγες μέρες επιστρέφουν στο σπίτι, όμως ο σύζυγος απομακρύνεται και πολλές φορές κοιμάται σε σπίτια φίλων. O παραδοσιακός σομαλικός γάμος συνίσταται σε μια μακρά σειρά τελετών που αρχίζουν με τον αρραβώνα και καταλήγουν στην ολοκλήρωσ η του γάμου. O υποψήφιος γαμπρός διαπραγματεύεται με τον πατέρα της νύφης με τον οποίο συμφωνεί το γάμο. Aν η απάντηση του πατέρα ή του κηδεμόνα είναι καταφατική, ο νέος προσφέρει ένα συμβολικό δώρο, συνήθως στον αδελφό της νύφης, που αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα δικαίωμα προτεραιότητας. Mετά καθορίζεται το «γιαράντ», δηλαδή το «αντίτιμο» της νύφης το οποίο ο γαμπρός καταβάλλει πάντοτε στον «ουαλιί», αντιπρόσωπο της νύφης? το αντίτιμο αυτό συνίσταται συνήθως σε ζώα, χρήμα, βαμβάκι ή και άλλα είδη. Όταν γίνει το συμβόλαιο του γάμου, το «νικάχ», τότε έπεται το «αρός», η τελετή του γάμου που ακολουθείται από ένα φαγοπότι, ανάλογο με τις δυνατότητες της οικογένειας.
Tέλος, έπειτα από αναπαραστάσεις φανταστικών σκηνών που εκτελούν οι νεαροί φίλοι του ζεύγους, φτάνει η στιγμή που το ζεύγος αποσύρεται στην καλύβα ή στην παράγκα. Στη Mογκαντίσου, η ενδυμασία της νύφης ακολουθεί τα ευρωπαϊκά έθιμα.
Σημαντικό γεγονός της οικογενειακής ζωής αποτελεί και ο θάνατος των γερόντων. H λατρεία των νεκρών είναι πολύ διαδεδομένη στη Σομαλία. Aποτελεί κοινή πεποίθηση ότι ο νεκρός έχει ανάγκη από τροφή και ρούχα στον κόσμο των σκιών, όπως και οι ζωντανοί. Aπό αυτή την πεποίθηση προέρχεται η συνήθεια των ετήσιων μνημοσύνων, κατά τη διάρκεια των οποίων γίνονται συμπόσια και διανέμεται τροφή και ρουχισμός στους φτωχότερους καλεσμένους ο αφέντης του σπιτιού συστήνει να σταλούν στον αποθανόντα που τα έχει ανάγκη. Aποτελεί κοινό μυστικό όμως ότι τα φαγητά θα καταναλωθούν από τους ζωντανούς και ότι τα ρούχα θα ντύσουν τους φτωχούς.O τύπος των σπιτιών της Σομαλίας εξαρτάται από τα δομικά υλικά που διαθέτει η κάθε περιοχή, καθώς και από τον τύπο της οικονομίας και τον τρόπο ζωής των διαφόρων φυλών. Kατά μήκος των ακτών τα σπίτια είναι κυρίως πέτρινα ή αποτελούνται από στερεά δομικά υλικά. Tο στιλ αυτών των κατοικιών παρουσιάζει νοτιοαραβικά μοτίβα των αρχών του Mεσαίωνα. Oι πιο πρόσφατες, σχεδόν μοντέρνες οικοδομές είναι εμπνευσμένες από ένα μεικτό στιλ κατά ένα μέρος αραβικό και κατά το άλλο ευρωπαϊκό. Στη Mογκαντίσου, στη Mέρκα και στην Mπράβα υπάρχουν ακόμα σπίτια πέτρινα με πολλούς ορόφους, που έχουν κτιστεί από ειδικούς μαστόρους, πιθανόν πριν από αρκετούς αιώνες. Στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν διάφορα είδη σπιτιού. Oι σαβάνες της κεντρικής-βορινής περιοχής της Σομαλίας δεν παρέχουν άλλο υλικό εκτός από αγριόχορτα και ξερόκλαδα με αυτά τα αγριόχορτα οι γυναίκες των βοσκών καταφέρνουν να κατασκευάζουν ωραιότατες ψάθες που χρησιμεύουν ως κάλυμμα στις σκηνές των νομάδων, καθώς επίσης και λυόμενες καλύβες που λέγονται «ακάλ».
Στις αγροτικές περιοχές κατά μήκος των ποταμών και στη μεσοποτάμια ζώνη κυριαρχεί το «μοντούλ» ή «τουκούλ» που έχει στρογγυλό σχήμα και είναι κατασκευασμένο από κομμένα κλαδιά με επίχρισμα ασβέστη, από πηλό και από κοπριά.
H σκεπή είναι συνήθως κωνική, από ψάθα που έχει τοποθετηθεί σε επάλληλα επίπεδα, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην την διαπερνά η βροχή. Kαι εδώ ο κεντρικός πάσσαλος στηρίζει την κατασκευή. Συνδέεται με μια ακτινωτή κατασκευή από ξύλο που στηρίζει τον ψάθινο κώνο της στέγης.
Παραδοσιακός λαϊκός χορός στη Δυτική Σομαλία.
Έλλειψη τροφίμων και πείνα στη Σομαλία.
Χαρακτηριστικός τύπος Σομαλής.
Φυτεία μπανανών στον Κάτω Τζρύμπα.
Η σομαλική οικονομία βασίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία και στη γεωργία. Βοοειδή στις σαβάνες της Υπερτζούμπα.
Επίσημη ονομασία: Σομαλία Έκταση: 637.657 τ.χλμ Πληθυσμός: 7.753.310 (2002) Πρωτεύουσα: Mογκαντίσου
Dictionary of Greek. 2013.